- ὀιόμενοι
- ὀϊόμενοι , οἴομαιforebodepres part mp masc nom/voc pl (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οἰόμενοι — οἴομαι forebode pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εναριθμώ — (Α ἐναριθμῶ, έω) 1. συγκαταριθμώ, συγκαταλέγω, συμπεριλαμβάνω, υπολογίζω («οὐκ οἰόμενοι δεῑν τὴν ἡδονὴν ἐναριθμεῑσθαι τοῑς ἀγαθοῑς», Αριστοτ.) 2. υπολογίζω, εκτιμώ, λογαριάζω 3. θεωρώ σπουδαίο, λογαριάζω … Dictionary of Greek
προσαναχρώννυμαι — ΜΑ έρχομαι σε στενή επαφή με κάτι («τοῑς αὐτοῑς ἐπιτηδεύμασι καὶ διατριβαῑς περὶ ταύτὰ καὶ σπουδαῑς καὶ διαίταις... παραβάλλων καὶ προσαναχρωννύμενος», Πλούτ.) αρχ. 1. μεταδίδω σε κάποιον κάτι επικοινωνώντας με αυτόν («πλείονα δ ἃ μὴ πλάττοντες… … Dictionary of Greek